- αυτοακρωτηριασμός
- ο·1. το να ακρωτηριάζει κανείς τον ίδιο τον εαυτό του, να κόβει μέλη του σώματός του2. τραύμα ή ακρωτηριασμός που προκαλεί κάποιος στον εαυτό του για να επιτύχει στρατιωτική απαλλαγή ή αποζημίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.